- λαιλιοκαττλέυα
- ηβοτ. υβριδικό γένος ορχιδιδών, που έχει προκύψει τεχνητά από τη διασταύρωση ειδών τού γένους λαίλια με είδη τού γένους καττλέυα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laeliocattleya < laelia (< όν. τού Caius Laelius, Ρωμαίου πολιτικού) + cattleya (< όν. τού Άγγλου William Cattley, προστάτη τής βοτανικής)].
Dictionary of Greek. 2013.